- παράγκο
- και παράγγο, το(δ. γρφ.) βλ. παλάγκο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ιστιοφόρο — Είδος σκάφους που πλέει με τη βοήθεια ιστίων. Μετά την εισαγωγή της μηχανικής πρόωσης και ιδιαίτερα μετά την τελειοποίηση των μηχανών εσωτερικής καύσης πολλά ι. διαθέτουν και βοηθητική μηχανή, την οποία χρησιμοποιούν για ιδιαίτερους ελιγμούς και… … Dictionary of Greek
parấngă — parîngă ( gi), s.f. – Prăjină. – var. părîngă. lat. pălanga, forma pop. a lui phălanga, din gr. φάλαγξ (Puşcariu 1270; Candrea Dens., 1337; REW 6455; Rohlfs, EWUG, 2291; Rosetti, II, 64), cf. it., prov., sp. palanca, fr. palanche. Nu pare… … Dicționar Român